Η πιο πολυπληθής ορεινή πόλη της Ελλάδας, η Νάουσα βρίσκεται 450 μέτρα πιο ψηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. Η κοντινότερη αμμουδιά απέχει μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, κι οι ντόπιοι χρειάζεται να ταξιδέψουν περίπου μιάμιση ώρα με το αμάξι ως την Κατερίνη, ή λίγο παραπάνω για Χαλκιδική όταν θέλουν να πλατσουρίσουν σε αλατόνερο, και δεν τους φτάνει μια βουτιά στα παγωμένα νερά της Αράπιτσας, του ποταμού που διασχίζει τα 60 πυκνόφυτα στρέμματα του άλσους του Αγίου Νικολάου. Ωστόσο, τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, οι κάτοικοι τον λένε Παραλία. Και για καραπαραδοσιακό τους πιάτο, έχουν τα Γκαβόψαρα.
«Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, απ’ την Παραλία βλέπεις όλο το Θεσσαλικό κάμπο», λέει ο Στέλιος Καλαϊτζής, ηθοποιός γέννημα-θρέμμα της Νάουσας, σε μιαν απόπειρα να εξηγήσει την ονομασία του δρόμου. Η ερμηνεία του μόνο περισσότερη απορία προκαλεί, κι ύστερα ακούς και για τα γκαβόψαρα: μελιτζάνες παστωμένες, κομμένες σε λωρίδες που τηγανίζονται αλευρωμένες. Έτσι ώστε να σου θυμίζουν τηγανητά ψάρια όταν σερβίρονται -ειδικά αν είσαι και γκαβός. Εύκολα θα υπέθετε λοιπόν κανείς, ότι στους Ναουσαίους λείπει η θάλασσα και τα ταξίδια της. Κι όμως, μια βόλτα πίσω από την Παραλία τους να κάνεις, τη σωστή πόρτα να περάσεις, κι έχεις αρχίσει το μεγαλύτερο ταξίδι που μπορείς να κάνεις με μόλις ένα βήμα.
Η κυραΝίτσα (μια λέξη), είναι στη νύχτα κοντά 20 χρόνια. Άτυπο έμβλημα της Νάουσας, και πιθανότατα μια απ’ τις ελάχιστες μεταμεσονύκτιες επιχειρηματίες της επικράτειας ολόκληρης, στα νιάτα της ήταν πρωινό κορίτσι, και σκληρά εργαζόμενο μάλιστα. «Δούλευα στις κλωστές για χρόνια ολόκληρα», λέει στην Popaganda, που βρέθηκε απέναντί της σε μια επίσκεψη στην πόλη για τα γυρίσματα της νέας σειράς του Ant1, H Εκδρομή. Ενώ αυτή εναλλάσσει τον Παντελίδη με τον Πασχαλίδη πίσω απ’ τον πάγκο του DJ στο μπαρ Σασπένς (στα ελληνικά), κι από τακτ, δεν την ρωτάω πόσα ήταν τα χρόνια τα ολόκληρα, η κυραΝίτσα συνεχίζει: «Ε τι τα θες, μετά ήρθαν οι Κινέζοι με τις κλωστές που είναι της πλάκας αλλά είναι φτηνές, γκρεμίσανε την αγορά και κλείσανε τα εργοστάσια». Κάπως έτσι, η κατά κόσμον Ελένη Μπαλκαμπά («το κυραΝίτσα με το πρόσθεσε η νεολαία, λόγω σεβασμού») αποφάσισε να ξυπνάει αργά και να κοιμάται αργότερα.
«Όλοι έχουμε το Σασπένς στη ζωή μας», μου λέει όταν τη ρωτάω για το όνομα του μαγαζιού. Κι όταν λέει όλοι, εννοεί όλοι: «είναι μια λέξη που προφέρεται παγκοσμίως το ίδιο». Στην πρώτη νυχτερινή της θητεία, τότε που η ελληνική επαρχία ζούσε το αμερικάνικο όνειρο των καλοθρεπτικών ΕΣΠΑ, το μπαρ της ήταν λίγο πιο τυπικό επαρχιακό, με ατραξιόν εισαγόμενες από τις γειτονικές βόρειες χώρες, λένε οι θαμώνες. Όμως τα πράγματα έσφιξαν γρήγορα, και στο Σασπένς που συντηρεί τα τελευταία χρόνια, έχει μια Ρουμάνα μόνο, και πίσω απ’ το μπαρ μάλιστα, να σερβίρει τα ποτά. Έτσι κι αλλιώς, ο κύριος πόλος έλξης είναι πια η ίδια. Με το ακαζού μαλλί να καδράρει αυτό το βλέμμα λέιζερ, που σε κοιτάζει και σε κόβει τι τραγούδι θες ν’ ακούσεις, κι όποιο κι αν είναι το ‘χει, κι ό,τι κι αν έπαιζε πριν θα σου το βάλει στα καπάκια, σε ένα απ’ αυτά τα μαγαζιά που το να σε πλευρίσει μια ανερχόμενη ηθοποιός και να σου πει ότι εύχεται να γίνεις φανατικός θαυμαστής της, τώρα στη νέα της σειρά, είναι το λιγότερο απίθανο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί.
Απ’ αυτά τα σπάνια ευρήματα ενός τόπου, που μόνο στη συντροφιά ενός ντόπιου μπορείς να το πετύχεις, το Σασπένς έχει αναδειχθεί πια και σε ανεπίσημο χορηγό διασκέδασης κι εκτόνωσης ενός τσούρμου ηθοποιών και τεχνικών, που με την καθοδήγηση του Καλαϊτζή, διεκδικούν χαρτιά μονιμοποίησης έχοντας εγκατασταθεί στη Νάουσα εδώ και έξι μήνες περίπου. Με πρώτους και μονιμότερους τη Λίνα Σακκά και το γιο της, η ομάδα της επερχόμενης τηλεοπτικής σειράς μυστηρίου του Ant1, Η Εκδρομή, έχει περάσει τον τελευταίο μισό χρόνο σχεδόν, γυρίζοντας αποκλειστικά on location την ιστορία μιας ομάδας ξένων, που καταλήγουν όλοι μαζί στο ίδιο χειμερινό θέρετρο του Βερμίου εν μέσω αναπάντεχης θυέλλης. Όσο περνάει ο καιρός, οι άγνωστοι ανακαλύπτουν ότι δεν είναι όσο άγνωστοι θα προτιμούσαν, ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν θα ζήσουν αρκετά για να δουν τη γη να ξανανθίζει.
Κάτι σαν τους 10 Μικρούς Νέγρους / 10 Little Indians θα πεις, και δίκιο θα ‘χεις, αν κι ο σκηνοθέτης της σειράς, Αλέξανδρος Πανταζούδης (του αρκούντως σκοτεινού για ελληνική τιβί Χαρά Αγνοείται), επιμένει ότι το σενάριο που υπογράφει η Στέλλα Βασιλαντωνάκη (σεναριογράφος αρκετών επεισοδίων στη 10η Εντολή), σκάβει πολύ βαθύτερα από εκεί που θα πήγαινε μια στείρα αναπαραγωγή του κλασικού μοτίβου τηςAgatha Christie. Η χαρακτήρας της Σακκά, μαζί μ’ αυτόν του Όθωνα Μεταξά, θα αποτελέσουν τους βασικούς δραματουργικούς μοχλούς του σεναρίου, ως διαζευγμένο ζευγάρι που όπως μαντεύεις θα έχει την ευκαιρία να θυμηθεί τα παλιά. Παράλληλα, η Τίνα Λεονωρά, μια απ’ αυτές τις τηλεοπτικές παρθένες που βλέπεις ότι θα ξεπεταχτούνε γρήγορα, στο ρόλο της μικρής χωριατοπούλας που παραμυθιάζεται από παντρεμένο Αθηναίο, θα αποτελέσει την πέτρα του σκανδάλου γύρω απ’ το οποίο θα απλωθεί ο θανατηφόρος μίτος εκδίκησης που θα βρίσκεται στην καρδιά της πλοκής.
Φιλόδοξος στους στόχους του, ο Πανταζούδης ευελπιστεί ότι η σειρά του θα δώσει το έναυσμα για «ένα restart στην ελληνική μυθοπλασία», όπως το έθεσε στη συνέντευξη Τύπου της σειράς, στο διάλειμμα των γυρισμάτων. Κι η αλήθεια είναι πως και μόνο το concept ενός long-form σφιχτού ψυχολογικού θρίλερ μυστηρίου, που δεν φοβάται να πιτσιλίσει και λίγο την οθόνη του θεατή, είναι ένα κάποιο άλμα προς τα εμπρός από μόνο του. Ενθαρρυντικό είναι, ότι ετούτη εδώ αποτελεί την πρώτη απόπειρα του οίκου παραγωγής Production Hub να ανοιχτεί στις αγορές του εξωτερικού, όχι μόνο πουλώντας ελληνικά concept σε κανάλια της αλλοδαπής, αλλά και προσελκύοντας παραγωγές άλλων χωρών στα ενδότερα των ελληνικών συνόρων.
Οι ανισορροπίες καλλιτεχνικών κι εμπορικών επιλογών, που δείχνουν ότι θα στερήσουν απ’ τη σειρά την σκοτεινή ατμοσφαιρικότητα που χρειάζεται το θέμα της, προς χάρην μιας πιο εύπεπτης φωτεινής παλέτας για παράδειγμα, δεν είναι και πολύ σίγουρο ότι θα παράσχουν τα καλύτερα των εχεγγύων για το τελικό της αποτέλεσμα. Το promo που προβλήθηκε για να δώσει στους δημοσιογράφους μια αίσθηση του ύφους της σειράς, αρκετά generic ως προς τα στοιχεία που αποκάλυπτε για τη δομή της πλοκής, υπέφερε από άκρατη επικότητα, βασικό χαρακτηριστικό μιας corporate λογικής ανθρώπων που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με όλα τα λάθος πράγματα. Με τον πρώτο λόγο φυσικά στη φύση, με τούμπανα και βιόλες στη μουσική υπόκρουση, αεροπλανικά στα χιονισμένα λιβάδια και κλεφτές ματιές στους έρωτες και τα πάθη που ακολουθούνται από ανθρώπους να κοιτούν το άπειρο πριν πιάσουνε τσεκούρια και ντουφέκια, το κλιπάκι μοιάζει περισσότερο φτιαγμένο για να θαμπώσει ξένους αγοραστές (εξ ου και η παντελής έλλειψη διαλόγων), παρά για να οδηγήσει σε κανένα ιδιαίτερο συμπέρασμα περί του τελικού του ύφους.
Αν μη τι άλλο, βέβαια, λειτουργεί εξαιρετικά για να επιδείξει το τοπολογικό εύρος και την εκθαμβωτική ομορφιά της περιοχής, με τους αγέρωχους σφενδάμους, τις πανύψηλες βελανιδιές και τα ατέλειωτα πλατάνια, αποτελώντας ένα ακαταμάχητο διαφημιστικό για το επιβλητικό φυσικό τοπίο. Το οποίο, ας ελπίσουμε, δεν θα είναι το μόνο δέλεαρ μιας σειράς που μας υπόσχεται σασπένς στη Νάουσα, αλλά ως ώρας μας έδειξε μονάχα το Σασπένς της κυραΝίτσας.
πηγή : http://popaganda.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου